- ἀργήσεις
- ἀργέωto be unemployedaor subj act 2nd sg (epic)ἀργέωto be unemployedfut ind act 2nd sgἀ̱ργήσεις , ἀργέωto be unemployedfutperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονάχα — και μοναχά επίρρ. τροπ. 1. μόνο: Τον έχω δει μονάχα δυο φορές. 2. όμως, με τον όρο: Πήγαινε, μονάχα μην αργήσεις να γυρίσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)